22 Και θέλετε είσθαι μισούμενοι υπό πάντων δια το όνομα μου ο δε υπομείνας έως τέλους, ούτος θέλει σωθή.
23 Οταν δε σας διώκωσιν εν τη πόλει ταύτη, φεύγετε εις την άλλην διότι αληθώς σας λέγω, Δεν θέλετε τελειώσει τας πόλεις του Ισραήλ, εωσού έλθη ο Υιός του ανθρώπου.
24 Δεν είναι μαθητής ανώτερος του διδασκάλου, ουδέ δούλος ανώτερος του κυρίου αυτού.
25 Αρκετόν είναι εις τον μαθητήν να γείνη ως ο διδάσκαλος αυτού, και ο δούλος ως ο κύριος αυτού. Εαν τον οικοδεσπότην ωνόμασαν Βεελζεβούλ, πόσω μάλλον τους οικιακούς αυτού;
26 Μη φοβηθήτε λοιπόν αυτούς διότι δεν είναι ουδέν κεκαλυμμένον, το οποίον δεν θέλει ανακαλυφθή και κρυπτόν, το οποίον δεν θέλει γνωσθή.
27 Οτι σας λέγω εν τω σκότει, είπατε εν τω φωτί και ότι ακούετε εις το ωτίον, κηρύξατε επι των δωμάτων.
28 Και μη φοβηθήτε απο των αποκτεινόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων να αποκτείνωσι φοβήθητε δε μάλλον τον δυνάμενον και ψυχήν και σώμα να απολέση εν τη γέεννη.
29 Δύο στρουθία δεν πωλούνται δι' εν ασσάριον; και εν εξ αυτών δεν θέλει πέσει επί την γήν, άνευ του θελήματος του Πατρός σας.
30 Υμών δε και αι τρίχες της κεφαλής είναι πάσαι ηριθμημέναι.
31 Μη φοβηθήτε λοιπόν πολλών στρουθίων διαφέρετε σεις.
32 Πας λοιπόν όστις με ομολογήση έμπροσθεν των ανθρώπων, θέλω ομολογήσει και εγώ αυτόν έμπροσθεν του Πατρός μου του εν ουρανοίς.
33 Οστις δε με αρνηθή έμπροσθεν των ανθρώπων, θέλω αρνηθή αυτόν και εγώ έμπροσθεν του Πατρός μου του εν ουρανοίς.
34 Μη νομίσητε ότι ήλθον να βάλω ειρήνην επι την γήν δεν ήλθον να βάλω ειρήνην, αλλά μάχαιραν.